δερματικός

δερματικός
-ή, -ό (AM δερματικός, -ή, -όν)
ο δερμάτινος
νεοελλ.
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα τού ανθρώπου
(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)
αρχ.
1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ' ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.)
2. «δερματικόν αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το δημόσιο από την πώληση τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων
3. το θηλ. ως ουσ. η δερματική
η δαλματική, το επίσημο ένδυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δερματικός — of skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα: Τα απορρυπαντικά προκαλούν πολλές δερματικές παθήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δερματικά — δερματικός of skin neut nom/voc/acc pl δερματικά̱ , δερματικός of skin fem nom/voc/acc dual δερματικά̱ , δερματικός of skin fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικόν — δερματικός of skin masc acc sg δερματικός of skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικοῖς — δερματικός of skin masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικοί — δερματικός of skin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικῆς — δερματικός of skin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικήν — δερματικός of skin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματικῷ — δερματικός of skin masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • усменый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прил. (греч. δερμάτικος) кожаный.    … …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”